- μεγαλοφροσύνως
- μεγαλοφροσύνως (Α)επίρρ. με μεγαλοφροσύνη, με μεγαλοψυχία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μεγαλοφρόνως, από το ουσ. μεγαλοφροσύνη, κατά τα επιρρ. ευφροσύνως, χαρμοσύνως, τα οποία είναι κανονικοί σχηματισμοί και αντίστοιχα επίθετα (ευφρόσυνος, χαρμόσυνος)].
Dictionary of Greek. 2013.